- ζυγοστάτημα
- ζῠγοστᾰτ-ημα, ατος, τό,A balance, Eust.665.29.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ζυγοστάτημα — ζυγοστάτημα, τὸ (Μ) [ζυγοστατώ] 1. η ενέργεια τού ζυγοστατώ, η ζυγοστασία 2. η ζυγαριά … Dictionary of Greek
ζυγοστατήματι — ζυγοστάτημα balance neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)